- σκανδάλη
- η, ΝΑ, και σκαντάλη Ν, και σκανδάλα Ανεοελλ.1. μικρός σιδερένιος μοχλός που αποτελεί το κύριο εξωτερικό εξάρτημα τού πυροδοτικού μηχανισμού τών πυροβόλων όπλων και ο οποίος, καθώς έλκεται με το δάχτυλο, επιτρέπει την προώθηση τού επικρουστήρα, προξενώντας έτσι την εκπυρσοκρότηση2. ναυτ. μικρό σιδερένιο κλειδί με το οποίο απελευθερώνεται συγκρατούμενο με κνώδακα, με δόντι, αντικείμενο3. φρ. α) «πατώ [ή τραβώ] τη σκανδάλη» — πυροβολώβ) «κύκλωμα σκανδάλης»(ηλεκτρ.) κύκλωμα με κρυσταλλολυχνίες ή ηλεκτρονικές λυχνίες, οι οποίες παίζουν τον ρόλο διακοπτών με ακαριαία απόκρισηγ) «σκανδάλη καθελκύσεως»ναυτ. συσκευή με την οποία ελευθερώνεται το υπό καθέλκυση πλοίο μετά την αφαίρεση τών στηριγμάτων τουαρχ.το σκανδάληθρο.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σκάνδαλον, κατά τα θηλ. (για ετυμολ. βλ. λ. σκάνδαλο)].
Dictionary of Greek. 2013.