σκανδάλη

σκανδάλη
η, ΝΑ, και σκαντάλη Ν, και σκανδάλα Α
νεοελλ.
1. μικρός σιδερένιος μοχλός που αποτελεί το κύριο εξωτερικό εξάρτημα τού πυροδοτικού μηχανισμού τών πυροβόλων όπλων και ο οποίος, καθώς έλκεται με το δάχτυλο, επιτρέπει την προώθηση τού επικρουστήρα, προξενώντας έτσι την εκπυρσοκρότηση
2. ναυτ. μικρό σιδερένιο κλειδί με το οποίο απελευθερώνεται συγκρατούμενο με κνώδακα, με δόντι, αντικείμενο
3. φρ. α) «πατώ [ή τραβώ] τη σκανδάλη» — πυροβολώ
β) «κύκλωμα σκανδάλης»
(ηλεκτρ.) κύκλωμα με κρυσταλλολυχνίες ή ηλεκτρονικές λυχνίες, οι οποίες παίζουν τον ρόλο διακοπτών με ακαριαία απόκριση
γ) «σκανδάλη καθελκύσεως»
ναυτ. συσκευή με την οποία ελευθερώνεται το υπό καθέλκυση πλοίο μετά την αφαίρεση τών στηριγμάτων του
αρχ.
το σκανδάληθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σκάνδαλον, κατά τα θηλ. (για ετυμολ. βλ. λ. σκάνδαλο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκανδάλη — η εξάρτημα του όπλου που με την πίεσή του προκαλείται η εκπυρσοκρότηση: Δεν τόλμησαν να πατήσουν τη σκανδάλη. – Δεν ασφάλισε τη σκανδάλη του όπλου και έγινε το ατύχημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκανδάλης — σκανδάλη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίστροφο — Ατομικό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο για βολή με το ένα χέρι. Η επαναληπτική βολή επιτυγχάνεται με την περιστροφή της φυσιγγιοθήκης, που έχει τη μορφή κυλίνδρου. Το όπλο αυτό χρησιμοποιείται εναντίον στόχων, που απέχουν λιγότερο από 50 μ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • σκαντάλι — το, Ν 1. η σκανδάλη 2. το σκανδάληθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαντάλη / σκανδάλη, κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

  • βούληση — Η θέληση, η επιθυμία· επίσης πρόθεση, σκοπός. Η μυθική έννοια της β., αγνοημένη κάπως από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, πολλοί από τους οποίους εκθείαζαν αντίθετα την κατάσταση της αβουλίας ή αταραξίας, απέκτησε προοδευτικά αξία με τον… …   Dictionary of Greek

  • γαργάλι — το [γαργαλίζω] 1. η σκανδάλη τού όπλου 2. η κλειτορίδα …   Dictionary of Greek

  • γαργαλίδα — η και γαργαλίδι, το 1. οποιοδήποτε εξόγκωμα τού σώματος 2. η αμυγδαλή τού λαιμού 3. η σκανδάλη τού όπλου. [ΕΤΥΜΟΛ. γαργαλίδα < γαργαλήθρα ή < γαργαλιώνας, άλλος τ. τού γαργαριώνας < αρχ. γαργαρεών* γαργαλίδι < γαργάλι ή <… …   Dictionary of Greek

  • εμπυρέας — ο μηχανισμός με τον οποίο γίνεται η ανάφλεξη τού γεμίσματος που υπάρχει μέσα στην κάννη τού όπλου (αποτελείται από τη σκανδάλη, τη σφύρα και τον άκμονα) …   Dictionary of Greek

  • λέιζερ — (laser). Διάταξη παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με συχνότητα που αντιστοιχεί στην περιοχή του ορατού φάσματος ή κοντά σε αυτό. Ο όρος λ. προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων: Light Amplification (by) Stimulated Emission (of)… …   Dictionary of Greek

  • ρουλέτα — η, Ν 1. είδος τυχερού παιχνιδιού στο οποίο εκείνος που κερδίζει καθορίζεται από το σταμάτημα μιας μπίλιας σε ένα από τα 37 ή 38 αριθμημένα φατνώματα ενός περιστρεφόμενου, σε κατακόρυφο άξονα, δίσκου, αλλ. ρολίνα 2. φρ. «ρωσική ρουλέτα» α) τολμηρό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”